συμπαλαίω

συμπαλαίω
Α
1. μετέχω σε αγώνες πάλης μαζί με άλλον
2. μετέχω στο αγώνισμα τής πάλης εναντίον άλλου
3. βοηθώ κάποιον που παλεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παλαίω «παλεύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”